ἔνατος — ninth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένατος — η, ο (AM ἔνατος, άτη, ατον Α και επιτ. τ. εἴνατος, η, ον και αιολ. τ. ἔνοτος, η, ον) αυτός που στη σειρά κατέχει τον αριθμό εννέα («εἴνατος ἐνιαυτός», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ένατο καθένα από τα εννέα ίσα μέρη ενός συνόλου 2. (το… … Dictionary of Greek
εἴνατον — ἔνατος ninth masc acc sg (epic ionic) ἔνατος ninth neut nom/voc/acc sg (epic ionic) εἴνατος masc acc sg εἴνατος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάτων — ἔνατος ninth fem gen pl ἔνατος ninth masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνατον — ἔνατος ninth masc acc sg ἔνατος ninth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραίθεναρ — ένατος, τὸ Α στον πληθ. τὰ παραιθένατα (κατά τον Ησύχ.) το τμήμα τού χεριού από το μικρό δάχτυλο μέχρι τον καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + θέναρ «παλάμη» (πρβλ. οπίσθεναρ)] … Dictionary of Greek
εἰνάτη — ἔνατος ninth fem nom/voc sg (attic epic ionic) εἴνατος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰνάτης — ἔνατος ninth fem gen sg (attic epic ionic) εἴνατος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰνάτῃ — ἔνατος ninth fem dat sg (attic epic ionic) εἴνατος fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴνατος — ἔνατος ninth masc nom sg (epic ionic) εἴνατος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)